μεταστρατοπεδεύω

μεταστρατοπεδεύω
(Α μεταστρατοπεδεύω)
(ενεργ. και μέσ.) μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, στρατοπεδεύω σε άλλο μέρος, αλλάζω στρατόπεδο («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῑν εὔυδρον χωρίον», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεταστρατοπεδεύω — μεταφέρω στρατόπεδο σε άλλη θέση: Οι εχθροί μεταστρατοπέδευσαν για να χάσουμε τα ίχνη τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταστρατοπεδεύει — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind mp 2nd sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind act 3rd sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind mp 2nd sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδεύουσι — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres part act masc/neut dat pl (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδευσάμενοι — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor part mid masc nom/voc pl μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδευσάμενος — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor part mid masc nom sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδευσώμεθα — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor subj mid 1st pl μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor subj mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδευόμενοι — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres part mp masc nom/voc pl μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδεῦσαι — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor inf act μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδεύειν — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres inf act (attic epic) μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδεύεται — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind mp 3rd sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”